- αλλοιωμένος
- η , ο1) изменённый; 2) поддельный; фальсифицированный; испорченный;
§ αλλοιωμένα τρόφιμα — испорченные продукты;
αλλοιωμένο οινόπνευμα — денатурированный спирт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ αλλοιωμένα τρόφιμα — испорченные продукты;
αλλοιωμένο οινόπνευμα — денатурированный спирт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έξαλλος — η, ο (AM ἔξαλλος, ον) ο εντελώς διαφορετικός από ό,τι ήταν προηγουμένως νεοελλ. 1. ο αλλοιωμένος από ισχυρό συναίσθημα, έξω φρενών, σφοδρός («έξαλλος από χαρά, από θυμό») 2. (για συναισθήματα) ασυγκράτητος, ανεξέλεγκτος («έξαλλη χαρά», «έξαλλο… … Dictionary of Greek
ακροσαπής — ἀκροσαπής, ὲς (Α) αυτός που αρχίζει να σαπίζει, ο ελαφρά αλλοιωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + σαπὴς < ἐσάπην. σήπομαι] … Dictionary of Greek
αλλαξοπρόσωπος — η, ο 1. ο αλλοιωμένος κατά το χρώμα τού προσώπου από φόβο, θυμό ή λύπη 2. αυτός που μεταβάλλει ήθος ή χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + πρόσωπο. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαξοπροσωπιάζω] … Dictionary of Greek
βραχνός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ., 43 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται προς τα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άνδρου του νομού Κυκλάδων. * * * ή, ό (Μ βραχνός, ή, όν) [βρογχός] 1. (για τον ήχο), τραχύς, αλλοιωμένος 2.… … Dictionary of Greek
εξίτηλος — η, ο (AM ἐξίτηλος, ον) αυτός που έχασε ή μπορεί να χάσει τα χρώματά του, αυτός που ξεβάφει («εξίτηλα γράμματα», «γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοί τε ἦσαν», Παυσ.) αρχ. μσν. 1. εξασθενημένος, αδύνατος 2. ματαιόδοξος, υπερήφανος 3. μάταιος,… … Dictionary of Greek
ημιτόνιο — Όρος που χρησιμοποιείται στη μουσική και σημαίνει μισό τόνο, το μισό δηλαδή της μεγαλύτερης απόστασης ανάμεσα σε δύο διαδοχικούς ή όμοιους φθόγγους στη φυσική κλίμακα. Στο σύγχρονο σύστημα όλα τα η. είναι ίσα και χωρίζονται σε διατονικά και… … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
καταλλοχροιαίνω — (Μ) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταλλοχροιασμένος, η, ον παραμορφωμένος εντελώς, αλλοιωμένος εντελώς στο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀλλο χροιαίνω «αλλοιώνω»] … Dictionary of Greek
κιμπερλίτης — Πυριγενές πέτρωμα που μπορεί να καταταγεί στην οικογένεια των περιδοτιτών, με ιστό όμως καθαρά πορφυριτικό. Τα συστατικά του, που μοιάζουν με αυτά των περιδοτιτών, είναι κυρίως ολιβίνης, βιοτίτης, πυρόξενοι και γρανάτες (πυρωπόν). Από… … Dictionary of Greek
χρωματικός — ή, ό / χρωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [χρῶμα, ατος] 1. (για ύφος λόγου) στολισμένος, διανθισμένος 2. μουσ. αυτός που έχει συντεθεί έτσι ώστε να αποκτά χρώμα η μελωδία νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα χρώματα («χρωματικός συνδυασμός») 2. το… … Dictionary of Greek
αλλοιώνομαι — αλλοιώνομαι, αλλοιώθηκα, αλλοιωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής